- αθερμομέτρητος
- η , ο [ος , ον ] с неизмеренной температурой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθερμομέτρητος — η, ο αυτός που δε θερμομετρήθηκε: Ο άρρωστος δεν έπρεπε να μείνει αθερμομέτρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθερμομέτρητος — η, ο [θερμομετρώ] αυτός που δεν θερμομετρήθηκε … Dictionary of Greek